Μεγάλο αφιέρωμα είχε η εφημερίδα Ελευθεροτυπία, μέσα από το περιοδικό γεωτρόπιο, το Σάββατο 17 Ιουνίου 2006 για την Αμβρακία. Αξίζει τον κόπο όλοι οι Αμβρακιώτες να προμηθευτούν αυτό το "Συλλεκτικό", για μας τους Αμβρακιώτες, τεύχος 322 του περιοδικού γεωτρόπιο.
Η αγαπημένη της Αιτωλίας Αμβρακία
Αφήνουμε πίσω το Θέρμο και παίρνουμε το δρόμο με κατεύθυνση την κρυφή, ορεινή Αιτωλία. Ενα τείχος από βουνά κεντάει τον ορίζοντα, μια σειρά από κορυφές είναι ο οδηγός του προορισμού μας. Ενα χωριό που λάμπει στο χάρτη της "Μέσα Ελλάδας" μαζί με τους κατοίκους του.
Οιονεί Ρουμελιώτες, αυτοί δεν σημείωσαν ποτέ ούτε μιας ημέρας απουσία από τη γή την πατρώα...
Προσπερνάμε το χωριό Μάνδρα, διαβαίνουμε το πρώτο ξερολάγκαδο, το οποίο κατά τους βροχερούς μήνες μπορεί να θεωρείται και ως παραπόταμος του Εύηνου, διασχίζουμε για λίγη ώρα ένα ξερό τοπίο με ταλαιπωρημένα πουρνάρια και, ξάφνου, μετά τη στροφή λίγο πρίν από το απελπισμένο χωριό Μελίγκοβα, ο ποταμός εμφανίζεται δίπλα μας και μας συντροφεύει μέχρι την Αμβρακία. Εκεί ο Φίδαρης, ανύποπτος για τους κινδύνους και τα δεινά που τον περιμένουν πιο κάτω, στα στενά του Αγίου Δημητρίου, αρέσκεται να ακούει στο όνομα Γιδομαντρίτης και πάνω από τους που έχει δημιουργήσει στο πέρασμα των αιώνων, ένα από τα ωραιότερα χωριά του Παναιτωλικού, η Αμβρακία, είναι κουρνιασμένη στις πλαγιές του.
Η Αμβρακία (Αμβρακιά για τους ντόπιους), το κεφαλοχώρι της ορεινής Αιτωλίας, είναι χτισμένο σε υψόμετρο 730μ και έχει στην πλάτη της την υψηλή κορυφή του Μελιού (1.592μ), ενώ μπροστά της τής κόβει τον ορίζοντα ο μοναδικός Αννινος, μια κομψότατη πυραμίδα ύψους 1.708 μέτρων, που καμαρώνει στο διάφανο αιθέρα της Αιτωλίας. Αριστερά της είναι το ιδιότροπο, δυσκολοπάτητο Κοκορέχι, που βγάζει το πιο ευωδιαστό τσάι της Ρούμελης, και δίπλα του η ξακουστή Τριανταφυλλιά, που με το δυνατό όγκο της αποτρέπει τους βοριάδες να μπουν στην κοιλάδα του Γιδομαντρίτη. Ετσι ακριβώς, ως ένας ιδιαίτερος γαλαξίας, στο σύμπαν της ορεινής Ελλάδας, μπορεί να θεωρηθεί ο κόσμος που περιβάλει το όμορφο χωριό.
Τρία πράγματα συνθέτουν τον κόσμο της Αμβρακίας: οι πανύψηλες κορυφές, τα νερά που πηγάζουν ασταμάτητα από τις πλαγιές τους και ο Γιδομαντρίτης, που σαν ανοιχτή παλάμη τα μαζεύει και τα οδηγεί στον Εύηνο. Όλα αυτά τα στοιχεία του τόπου έρχονται και συμπληρώνουν χιλιάδες δένδρα, δένδρα που πυκνώνουν διαρκώς μετά την εγκατάλειψη του τόπου και τη διακοπή όλων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Αν εξαιρέσει κάποιος τις αμέτρητες ξερολιθιές που ακόμη και σήμερα σκαρφαλώνουν σε όλες τις πλαγιές και ζούσαν κάποτε τους Αμβρακιώτες, ολόκληρος ο χώρος τείνει να μοιάσει σε εκείνον που –πριν από άγνωστο αριθμό αιώνων- κατοίκησαν οι πρόγονοι των Αμβρακιωτών.
Από πού ξεκινάει η ιστορία της Αμβρακίας Το πρώτο ζήτημα είναι από πού πείρε αυτό το όνομα. Η παραδοχή της ιστορίας δεν δημιουργεί ιδιαίτερα προβλήματα κι έτσι είναι αποδεκτή η περίπτωση να προήλθε από την αρχαία Αμβρακία (Αρτα) και η αποίκηση να ήταν απόρροια της επιλογής των Αιτωλών να ταχτούν λίγο πριν από τη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.χ.) με το μέρος του Αντωνίου, ο οποίος ηττήθηκε από τον Οκτάβιο. Οι συνέπειες για τους ηττημένους Αμβρακιώτες και Αιτωλούς ήταν τραγικές. Οι διασωθέντες κατέφυγαν και κατοίκησαν σε διάφορες περιοχές και θεωρείτε σίγουρο ότι πολλοί Αμβρακιώτες ακολούθησαν ορισμένους Αιτωλούς στα δύσβατα και απόκρημνα μέρη τους.
Ένα ισχυρότατο στοιχείο για την ιστορία της Αμβρακίας και όλης της Αιτωλίας είναι η ανεύρεση σε ένα χωράφι στο Παλιοχώρι –σε μια πλαγιά δίπλα από το χωριό- ενός χάλκινου αγαλματιδίου του Δία που κρατάει στο δεξί του χέρι ένα σουβλερό και από τα δύο μέρη αστροπελέκι και στο αριστερό αετό. Αυτή η παράσταση του Δία δεν έχει σχέση με τον αρχηγό των θεών αλλά με το Δία θεό της βροχής, τον Υψιβρεμέτη, αυτόν που βρέχει από ψηλά. Η λατρεία του Υψιβρεμέτη Διός στην Αιτωλία έχει την εξήγηση της στο γεγονός ότι ναι μεν τα ποτάμια διαθέτουν αρκετά νερά, αλλά ελάχιστα βοηθούν τις καλλιέργειες, καθώς είναι δύσκολο να οδηγηθούν στα χωράφια. Ετσι το μεγαλύτερο δώρο των νεφών όπου κατοικεί ο Δίας είναι η βροχή και ο θεός της έπρεπε αναλόγως να τιμηθεί. Το σπάνιο αυτό αγαλματίδιο βρίσκεται σήμερα στο Αρχαιολογικό μουσείο Αθηνών.
Κατά ένα παράδοξο τρόπο και ενάντια στις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν πάντοτε οι Αμβρακιώτες –ιδιαίτερα με τη συγκοινωνία- δεν άφησαν έρημο το χωριό τους και είναι αρκετοί αυτοί που ζουν ολοχρονίς στα πατρικά τους σπίτια. Στην ερώτηση «γιατί εσείς δεν φύγατε;» απαντούν με ένα αφοπλιστικό χαμόγελο, αυτό που έχει πάψει προ πολλού να σχηματίζεται στα χείλη πολλών άλλων συμπατριωτών τους, της Ρούμελης. «Που θα ήταν καλύτερα από τη γη των προγόνων μας;», λένε χωρίς υπονοούμενα. Δεν θα ήταν υπερβολή να αναφέρουμε πως όλοι οι Αμβρακιώτες διακρίνονται για τη μέχρι πάθους αγάπη για τη γενέτειρά τους. Στην ευγενή αυτή διάθεση διακρίνονται μάλιστα περισσότερο οι ξενιτεμένοι, οι οποίοι, κατά γενική ομολογία, δεν αφήνουν ήσυχο το χωριό τους κανένα Σαββατοκύριακο ή αργία! Το καλοκαίρι, δε, ο μόνιμος πληθυσμός της Αμβρακίας, που υπολογίζεται σε καμιά πενηνταριά ψυχές, υπερδεκαπλασιάζεται, χωρίς να υπάρχει πρόβλημα φιλοξενίας των επισκεπτών. Ολοι έχουν φροντίσει τα πατρικά τους σπίτια και οι πόρτες τους είναι ανοιχτές για κάθε ξένο και φίλο του χωριού. Η φιλοξενία είναι ένας τρόπος ζωής που ποτέ δεν έλειψε από την Αμβρακία.
Πώς λοιπόν να μην θέλει κάποιος να επισκεφτεί την Αμβρακία; Μια φορά φάνει να πατήσει τα χώματά της και κατόπιν γίνεται συνήθεια. Είναι και το καφενείο του Χαράλαμπου, το μοναδικό κατάστημα σε όλη την Αιτωλία που μπορεί να φέρει επαρκώς και επαξίως τον τίτλο του καφεπαντοπωλείου και να διατηρεί χωρίς αγκυλώσεις την παράδοση που εμπνέει ο χώρος του. Ενας απλός χώρος είναι, με τα χρειαζούμενα εδώδιμα και αποικιακά τοποθετημένα στα ράφια, μια ξυλόσομπα στη γωνία για το χειμώνα και τα απαραίτητα εργαλεία και οι συσκευές που ενισχύουν τη διάθεση και το πάθος της παρέας. Εχει το μεγάλο προνόμιο ο κυρ Χαράλαμπος να διαθέτει τσίπουρο από τα περίφημα Αμβρακιώτικα σταφύλια. Το έτερον του χώρου προνόμιο είναι η μικρή, πνιγμένη στα λουλούδια αυλή του, που μπορεί να χωρέσει ολόκληρο το χωριό!
Το Αμβρακιώτικο τσίπουρο συναγωνίζεται σε φήμη το κρασί του ίδιου τόπου. Εξαιτίας μάλλον της απομόνωσης της περιοχής, διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα οι παλιές ποικιλίες των σταφυλιών με τα μαύρα, πυκνά σαν σφηκοφωλιές, τσαμπιά ή τα κλαρωμένα πάνω σε δρυς κλίματα με τις ευωδιαστές διαμαντένιες ρώγες, αυτές που μεθούν κάθε φθινόπωρο τα πουλιά του δάσους. Αυτά τα κλίματα είναι το καμάρι των Αμβρακιωτών κι εκεί αφήνουν τη φροντίδα τους να περισσέψει. Στις άπειρες πεζούλες, που ζώνουν κλιμακωτά τις πλαγιές στο χωριό τους, δεκάδες κλίματα κοσμούν τις άκρες τους και αποζημιώνουν για τον κόπο τους ανθρώπους, που με ιδιαίτερη επιμέλεια τα περιποιούνται.
Μια καταπράσινη όαση, μέσα στο αυστηρό σκούρο πράσινο του ελατοδάσους και των πουρναριών, είναι ολόκληρο το χωριό, έτσι όπως βρίσκεται κουρνιασμένο στην πλαγιά. Βλέποντάς το από απέναντι, από την κορυφή των Αμπελιών, όσο και αν φαίνεται παράδοξο έτσι μοιάζει η Αμβρακία κι έτσι μόνο μπορεί κάποιος να τη διαβάσει. Από ΄κει διαβάζεται σαν ανοιγμένος χάρτης. Και είναι πράγματι ένας χάρτης της ιθαγένειας και της πατριδογνωσίας ολόκληρο το χωριό.
Η Αμβρακία διαθέτει όλα τα στοιχεία που συνθέτουν την εικόνα ενός ακμαίου, ζωντανού, ορεινού χωριού της Αιτωλίας. Σε ένα απόλυτα φυσικό περιβάλλον, εμπεριέχονται με μια κλίμακα ευγένειας τα έργα των ανθρώπων. Τα σπίτια του χωριού με τις πέτρινες στέγες, οι νερόμυλοι, τα καλντερίμια. Η Αμβρακία γλίτωσε τον αφανισμό κυριολεκτικά στο παρά πέντε. Ανεξάρτητα αν η ίδρυση ενός Δασικού Χωριού, που προαναγγέλθηκε στο έδαφός της, λειτουργήσει ευνοϊκά ως προς το μέλλον της, ανεξάρτητα από την ποιότητα που θα έχει το προαναφερόμενο «δώρο» σε μια ξεχασμένη περιοχή της Μέσα Ελλάδας, ανεξάρτητα από την συνέπεια που θα δείξουν οι εμπνευστές του, η Αμβρακία θα είναι πάντα εκεί, στην καρδιά της Αιτωλίας.
-
- Το Γνωρίζατε;
-
- Στην αιματηρή μάχη του Ρουρκ, το 1789, ένας Αγγλος στρατιώτης γλίτωσε από την μανία των Ζουλού, μπαίνοντας σε μια ντουλάπα! Οι ιθαγενείς, οι οποίοι δεν είχαν δει ποτέ τους ντουλάπα στη ζωή τους, πίστεψαν πως ήταν κάποιο είδος δέντρου και δεν ασχολήθηκαν μαζί της.